- παρατακτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην παράταξη του λόγου: Παρατακτική σύνταξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρατακτικός — ή, ό [παρατάσσω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παράταξη 2. γραμμ. «παρατακτική σύνταξη» σύνταξη κατά παράταξη … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek